Το ιστορικό μυθιστόρημα του Steven Pressfield αφηγείται την ιστορία ενός στρατιώτη του Μακεδονικού στρατού, του Μαντίθεου από την Απολλωνία, (βρίσκεται στην περιοχή νότια της λίμνης Βόλβης, κεντρική Μακεδονία) κατά την εκστρατεία του Μακεδονικού στρατού και των υπόλοιπων Ελλήνων από την νότια Ελλάδα, ενός στρατού που είχε όμως πλέον εμπλουτισθεί και με ξένους λαούς, από την διαλυμένη πια περσική αυτοκρατορία, όπως Πέρσες, Μήδους, Καππαδόκες και λαούς της Μεσσοποταμίας, στις χώρες της κεντρικής Ασίας που σήμερα αποτελούν το σημερινό Αφγανιστάν και είναι η Αρία, Βακτριανή, Αραχωσία, Σογδιανή, και Δραγγιανή. Οι επιτελείς του Αλεξάνδρου πίστευαν πως η συγκεκριμένη εκστρατεία θα διαρκούσε λίγους μήνες, όμως διαψεύστηκαν οικτρά καθώς κράτησε τρία ολόκληρα χρόνια, από το 330 π.Χ. με την είσοδο του στρατού του Αλεξάνδρου στα Αρτάκακνα, πρωτεύουσα της Αρίας έως το 327 π.Χ. οπότε και ο Αλέξανδρος έκλεισε ειρήνη με τον σατράπη Οξυάρτη, αναγνωρίζοντας ο τελευταίας τον Αλέξανδρο ως ηγεμόνα του και δίνοντας του ως γυναίκα την κόρη του Ρωξάνη. Η συγκεκριμένη εκστρατεία ήταν η πιο δύσκολη και αιματήρη για τον Αλέξανδρο, καθώς ο εχθρός μην τολμώντας να τον αντιμετωπίσει σε μάχη εκ παρατάξεως, επιδόθηκε σε ένα συνεχή ανταρτοπόλεμο που κόστισε στους Μακεδόνες και υπόλοιπους Έλληνες τόσο σε έμψυχο υλικό αλλά κυρίως καταράκωσε το ηθικό τους, με βαρβαρότητες και αγριότητες εκατέρωθεν όπως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο. Μέσα σε αυτο το χάος του πολέμου ο Μαντίθεος, θα επιρρεασθεί βαθιά μες στην ψυχή του, καθώς ενώ πήγε σε αυτόν τον πόλεμο για την τιμή της πατρίδας του αλλά και τη δικιά του καθώς και για να τιμηθεί και να τον θυμούνται ως ήρωα όπως τον Αχιλλέα-->
(αυτό συνέβαινε σχεδόν με όλους τους Έλληνες της εποχής, χαρακτηριστικά ο Αισχύλος που πήρε 13 πρώτα βραβεία στους ποιητικούς αγώνες των μεγάλων διονυσίων, και το όνομα του έχει μείνει αθάνατο, θεωρούσε πως το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ζωής του και για αυτό ήθελε να τον θυμούνται, είναι το ότι πολέμησε τους Πέρσες και μάλιστα τραυματίστηκε στην μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. καθώς και στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου το 480 π.Χ. και της Σαλαμίνας το 479 π.Χ. Μάλιστα συνέθεσε και μια επιγραφή πριν πεθάνει στην Γέλα ""Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·αλκήν δ' ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος"" δηλαδή ""Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια· την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα τ' άλσος κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει"".)
-->δεν βρήκε εκεί πουθενά την τιμή, παρά μόνο τον πόνο και την δυστιχία σε εκείνον "τον καταραμένο και αφιλόξενο κόσμο με τους απάνθρωπους και απολίτιστους, δίχως μπέσα" όπως αρκετές φορές θα πει βαρβάρους. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του θα χάσει πολλά αγαπημένα πρόσωπα όπως τους αγαπημένους φίλους του Λυγαίο (με τον οποίο ξεκίνησε από την Απολλωνία) και Τολμίδη, τον αδελφό του Ηγήμονα, καθώς και την ιθαγενή γυναίκα του Σινάρ και τον νεογγένητο γιο του Ηγήμονα που σφάχτηκαν από τον αδελφό της και δύο ξαδέρφια του, καθώς η Σινάρ πηγαίνοντας με τον εισβολέα ντρόπιασε την φυλή και την οικογένεια, και έπρεπε να εφαρμοσθεί η Α' σάαρα που έγκειται στο τρίπτυχο "τιμή - προσβολή - δικαιοσύνη". Το βάρος της ντροπής ήταν μεγάλο και μόνο με αίμα, σύμφωνα με την φιλοσοφία τον ημιάγριων φυλών μπορούσε να ξεπλυθεί. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι πως πολλές φορές ο άλλος αδελφός του Μαντίθεου, ο Φίλιππος, καθώς και ο Στέφανος ένας ανώτερος του λόχου του, του είχαν προτείνει να μισθώσουν δολοφόνους ή να πάνε οι ίδιοι να καθαρίσουν τον Μπαζ ,όπως λέγονταν ο αδελφός της Σινάρ, και τα δύο του ξεδέλφια που αποτελούσαν τα μοναδικά αρσενικά μέλη της οικογένειεας της Σινάρ, και που αυτά ήταν που έπνιγε το βάρος της ντροπής και αποτελούσαν διαρκή απειλή. Αλλά ο Μαντίθεος εφαρμόζοντας μάλλον από αφέλεια, το μακεδονικό έθιμο που απαγόρευε να σκοτώσει συγγενείς της νύφης, δεν δεχόταν αρχικά τις προτάσεις τους, αλλά και όταν δέχτηκε ήταν πολύ αργά και είχε τρομερές τύψεις που του έτρωγαν τα σώψυχα.
Πέρα από το χαμό των αγαπημένων του προσώπων ο Μαντίθεος θα σοκαρισθεί πολύ πιο πριν όταν ως "στραβάδι" θα κληθεί από τον λοχαγό του να σκοτώσει εν ψυχρό με έναν "σπαρτιατικό αντεροβγάλτη" (σπαρτιατικό κοντό ξίφος, σαν μεγάλο μαχαίρι) έναν ηλικιωμένο γέροντα σε ένα χωριό της Αρίας όπου και όλοι οι κάτοικοι σφαγιάζονται από τους Μακεδόνες ως αντίποινα για την κατακρεούργηση μια ομάδας Μακεδόνων στρατιωτών από τους ντόποιους (τους έκοβαν τα μέλη, τους σούβλιζαν και τους έκαιγαν ζωντανούς) ωστε να του φύγει ο φόβος από πάνω του. Μάλιστα πολλές φορές οι συντροφοί του θα πουν στον Μαντίθεο πως είναι προτιμότερο σε αυτήν την καταραμένη γη να σφάζει όποιον ντόπιο βλέπει παρά να τον πάρει ως αιχμάλωτο, μόνο έτσι θα φύγει ζωντανός. Ο Μαντίθεος περιγράφει με πόσο ψυχρό και επαγγελματικό τρόπο, χωρίς δεύτερη σκέψη, οι συμπολεμιστές του σφάζουν κατοίκους αλλά και αντάρτες, μάλιστα λέει τους αποτελειώνουν τόσο γρήγορα που οι τελευταίοι δεν βγάζουν άχνα. Όλα αυτά αρχικά τον σοκάρουν, του ήταν αδιανόητο να σκοτώσει έναν ανηπεράσπιστο άνθρωπο, πόσο μάλλον έναν γέροντα. Μάλιστα στην ειβολή των Μακεδόνων στο χωριό της Αρίας (βλέπε πιο πάνω) ο ίδιος ήταν ο μοναδικός που δεν είχε αίματα πάνω του καθώς δεν είχε σκοτώσει κανέναν και έτρεχε εδώ και κει να βρει κάναν σκοτωμένο για να πασαληφθεί με το αίμα του, ώστε να μην κατηγορηθεί από τον στρατό ότι δεν βοήθησε και δεν συμμετείχε στις πράξεις των συμπολεμιστών του. Βέβαια όπως είπα και πριν, αναγκάσθηκε τελικά από τον λοχαγό του να ξεκοιλιάσει τον γέροντα.
Hindu Kush
Αργότερα όμως και όσο προχωρούσε η εκστρατεία στις χώρες του σημερινού Αφγανιστάν, ο Μαντίθεος, ως ιππέας του ιππικού του Αλεξάνδρου που μάλιστα προβιβάσθηκε σε ημιλοχίτη, θα σκοτώνει και θα εκτελεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία τους εχθρούς των Μακεδόνων. Ο ίδιος λεέι πως δεν είναι και το προτιμότερο να σκέφθεσαι τους ανθρώπους που έχεις σκοτώσει καθώς στο τέλος θα τρελαθείς. Σε αυτό βοηθάει η μεγάλη κατανάλωση ποτού, κάτι όπως που ο Μαντίθεος δεν ακολουθεί στο βαθμό που ακολουθούσαν οι περισσότεροι στρατιώτες. Μέσα λοιπόν από τις φλόγες του πολέμου βλέπουμε πόσο δραματικά μπορεί να αλλάξει ένας άνθρωπος, και να φονεύει τόσο εύκολα όσο εύκολα προηγουμένως σιχαινόταν και θεωρούσε απάνθρωπες τέτοιου είδους πράξεις. Αυτή είναι και η ιστορία του Μαντίθεου ο οποίος έχοντας χάσει τα αγαπημένα του πρόσωπα (μόνο ο Φίλιππος έμεινε ζωντανός από αυτόν τον πόλεμο) άλλαξε γνώμη και δεν γύρισε πίσω στην Μακεδονία με μισθούς πολλών ετών, κάτι το οποίο ζητούσε η μητέρα του, αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει τον στρατό του Αλεξάνδρου στην νέα εκστρατεία, αυτή της Ινδίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου